1«Εις τον πρώτον μουσικόν, επί Γιττίθ. Ψαλμός διά τους υιούς Κορέ.» Πόσον αγαπηταί είναι αι σκηναί σου, Κύριε των δυνάμεων 2Επιποθεί και μάλιστα λιποθυμεί ψυχή μου διά τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου αγαλλιώνται διά τον Θεόν τον ζώντα. 3Ναι, το στρουθίον εύρηκε κατοικίαν, και η τρυγών φωλεάν εις εαυτήν, όπου θέτει τους νεοσσούς αυτής, τα θυσιαστήριά σου, Κύριε των δυνάμεων, Βασιλεύ μου και Θεέ μου. 4Μακάριοι οι κατοικούντες εν τω οίκω σου· πάντοτε θέλουσι σε αινεί. Διάψαλμα. 5Μακάριος ο άνθρωπος, του οποίου η δύναμις είναι εν σοί· εν τη καρδία των οποίων είναι αι οδοί σου· 6οίτινες διαβαίνοντες διά της κοιλάδος του κλαυθμώνος καθιστώσιν αυτήν πηγήν υδάτων· και η βροχή έτι γεμίζει τους λάκκους. 7Προβαίνουσιν από δυνάμεως εις δύναμιν· έκαστος αυτών φαίνεται ενώπιον του Θεού εν Σιών. 8Κύριε, Θεέ των δυνάμεων, εισάκουσον της προσευχής μου· Ακροάσθητι, Θεέ του Ιακώβ. Διάψαλμα. 9Ιδέ, Θεέ, η ασπίς ημών, και επίβλεψον εις το πρόσωπον του χριστού σου. 10Διότι καλητέρα είναι μία ημέρα εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· ήθελον προτιμήσει να ήμαι θυρωρός εν τω οίκω του Θεού μου, παρά να κατοικώ εν ταις σκηναίς της πονηρίας. 11Διότι ήλιος και ασπίς είναι Κύριος ο Θεός· χάριν και δόξαν θέλει δώσει ο Κύριος· δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία. 12Κύριε των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος ο ελπίζων επί σε.