1«Ψαλμός του Δαβίδ.» Κρίνον με, Κύριε· διότι εγώ περιεπάτησα εν ακακία μου· και επί τον Κύριον ήλπισα, και δεν θέλω σαλευθή. 2Εξέτασόν με, Κύριε, και δοκίμασόν με· δοκίμασον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου. 3Διότι το έλεος σου είναι έμπροσθεν των οφθαλμών μου· και περιεπάτησα εν τη αληθεία σου. 4Δεν εκάθησα μετά ανθρώπων ματαίων· και μετά υποκριτών δεν θέλω υπάγει. 5Εμίσησα την σύναξιν των πονηρευομένων, και μετά ασεβών δεν θέλω καθήσει. 6Θέλω νίψει εν αθωότητι τας χείρας μου και θέλω περικυκλώσει το θυσιαστήριόν σου, Κύριε· 7διά να κάμω να αντηχήση φωνή αινέσεως, και διά να διηγηθώ πάντα τα θαυμάσιά σου. 8Κύριε, ηγάπησα την κατοίκησιν του οίκου σου και τον τόπον της σκηνής της δόξης σου. 9Μη συμπεριλάβης μετά αμαρτωλών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου· 10εις των οποίων τας χείρας είναι ανομία, και η δεξιά αυτών πλήρης δώρων. 11Αλλ' εγώ θέλω περιπατεί εν ακακία μου· λύτρωσόν με και ελέησόν με. 12Ο πους μου ίσταται εν τη ευθύτητι· εν εκκλησίαις θέλω ευλογεί τον Κύριον.