1«Ωιδή των Αναβαθμών.» Ότε ο Κύριος επανέφερε τους αιχμαλώτους της Σιών, ήμεθα ως οι ονειρευόμενοι. 2Τότε ενεπλήσθη το στόμα ημών από γέλωτος και η γλώσσα ημών από αγαλλιάσεως· τότε έλεγον μεταξύ των εθνών, Μεγαλεία έκαμε δι' αυτούς ο Κύριος. 3Μεγαλεία έκαμεν ο Κύριος δι' ημάς· ενεπλήσθημεν χαράς. 4Επίστρεψον, Κύριε, τους αιχμαλώτους ημών, ως τους χειμάρρους εν τω νότω. 5Οι σπείροντες μετά δακρύων εν αγαλλιάσει θέλουσι θερίσει. 6Όστις εξέρχεται και κλαίει, βαστάζων σπόρον πολύτιμον, ούτος βεβαίως θέλει επιστρέψει εν αγαλλιάσει, βαστάζων τα χειρόβολα αυτού.