1«Ωδή των Αναβαθμών.» Εν τη θλίψει μου έκραξα προς τον Κύριον, και εισήκουσέ μου. 2Κύριε, λύτρωσον την ψυχήν μου από χειλέων ψευδών, από γλώσσης δολίας. 3Τι θέλει σοι δώσει ή τι θέλει σοι προσθέσει, η δολία γλώσσα; 4Τα ηκονημένα βέλη του δυνατού, μετά ανθράκων αρκεύθου. 5Ουαί εις εμέ, διότι παροικώ εν Μεσέχ, κατοικώ εν ταις σκηναίς του Κηδάρ· 6Πολύν καιρόν κατώκησεν η ψυχή μου μετά των μισούντων την ειρήνην. 7Εγώ αγαπώ την ειρήνην· αλλ' όταν ομιλώ, αυτοί ετοιμάζονται διά πόλεμον.