1Χαίρω ότι ο Κύριος εισήκουσε της φωνής μου, των δεήσεών μου· 2ότι έκλινε το ωτίον αυτού προς εμέ· και ενόσω ζω, θέλω επικαλείσθαι αυτόν. 3Πόνοι θανάτου με περιεκύκλωσαν, και στενοχωρίαι του άδου με εύρηκαν· θλίψιν και πόνον απήντησα. 4Και επεκαλέσθην το όνομα του Κυρίου· ω Κύριε, λύτρωσον την ψυχήν μου. 5Ελεήμων ο Κύριος και δίκαιος· και εύσπλαγχνος ο Θεός ημών. 6Ο Κύριος φυλάττει τους απλούς· εταλαιπωρήθην, και με έσωσεν. 7Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, διότι ο Κύριος σε ευηργέτησε. 8Διότι ελύτρωσας την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος. 9Θέλω περιπατεί ενώπιον του Κυρίου εν γη ζώντων. 10Επίστευσα, διά τούτο ελάλησα· εγώ ήμην σφόδρα τεθλιμμένος· 11εγώ είπα εν τη εκπλήξει μου, πας άνθρωπος είναι ψεύστης. 12Τι να ανταποδώσω εις τον Κύριον, διά πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ; 13θέλω λάβει το ποτήριον της σωτηρίας και θέλω επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου. 14Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Κύριον, τώρα ενώπιον παντός του λαού αυτού. 15Πολύτιμος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού. 16Ναι, Κύριε διότι είμαι δούλός σου· είμαι δούλός σου, υιός της δούλης σου· συ έλυσας τα δεσμά μου. 17Εις σε θέλω θυσιάσει θυσίαν αινέσεως και το όνομα του Κυρίου θέλω επικαλεσθή. 18Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Κύριον, τώρα έμπροσθεν παντός του λαού αυτού· 19εν ταις αυλαίς του οίκου του Κυρίου, εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ. Αλληλούϊα.