1Και απεκρίθη ο Ιώβ και είπε· 2Πόσον εβοήθησας τον αδύνατον· έσωσας βραχίονα ανίσχυρον. 3Πόσον συνεβούλευσας τον άσοφον και εντελή σύνεσιν έδειξας 4Προς τίνα απήγγειλας τους λόγους; και τίνος πνοή εξήλθεν από σου; 5Οι νεκροί τρέμουσιν αυτόν υποκάτωθεν των υδάτων, και οι συγκατοικούντες μετ' αυτών. 6Γυμνός ο άδης έμπροσθεν αυτού, και η απώλεια δεν έχει σκέπασμα. 7Εκτείνει τον βορέαν επί το κενόν· κρεμά την γην επί το μηδέν. 8Δεσμεύει τα ύδατα εις τας νεφέλας αυτού· και η νεφέλη δεν σχίζεται υποκάτω αυτών. 9Σκεπάζει το πρόσωπον του θρόνου αυτού· εκτείνει το νέφος αυτού επ' αυτόν. 10Περιεκύκλωσε τα ύδατα με όρια, έως της συντελείας του φωτός και του σκότους. 11Οι στύλοι του ουρανού τρέμουσι και εξίστανται από της επιτιμήσεως αυτού. 12Ταράττει την θάλασσαν διά της δυνάμεως αυτού, και διά της συνέσεως αυτού καταδαμάζει την υπερηφανίαν αυτής. 13Διά του πνεύματος αυτού εκόσμησε τους ουρανούς· η χειρ αυτού εσχημάτισε τον συστρεφόμενον όφιν. 14Ιδού, ταύτα είναι μέρη των οδών αυτού· αλλά πόσον ελάχιστον πράγμα ακούομεν περί αυτού; την δε βροντήν της δυνάμεως αυτού τις δύναται να εννοήση;