1Αδελφοί, και εάν άνθρωπος απερισκέπτως πέση εις κανέν αμάρτημα, σεις οι πνευματικοί διορθόνετε τον τοιούτον με πνεύμα πραότητος, προσέχων εις σεαυτόν, μη και συ πειρασθής. 2Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως εκπληρώσατε τον νόμον του Χριστού. 3Διότι εάν τις νομίζη ότι είναι τι ενώ είναι μηδέν, εαυτόν εξαπατά. 4Αλλ' έκαστος ας εξετάζη το εαυτού έργον, και τότε εις εαυτόν μόνον θέλει έχει το καύχημα και ουχί εις τον άλλον· 5διότι έκαστος το εαυτού φορτίον θέλει βαστάσει. 6Ο δε κατηχούμενος τον λόγον ας κάμνη τον κατηχούντα μέτοχον εις πάντα τα αγαθά αυτού. 7Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει· 8διότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού θέλει θερίσει εκ της σαρκός φθοράν, αλλ' ο σπείρων εις το Πνεύμα θέλει θερίσει εκ του Πνεύματος ζωήν αιώνιον. 9Ας μη αποκάμνωμεν δε πράττοντες το καλόν· διότι εάν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ. 10Άρα λοιπόν ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως. 11Ίδετε πόσον μακράν επιστολήν σας έγραψα με την χείρα μου. 12Όσοι θέλουσι να αρέσκωσι κατά την σάρκα, ούτοι σας αναγκάζουσι να περιτέμνησθε, μόνον διά να μη διώκωνται διά τον σταυρόν του Χριστού. 13Διότι ουδέ οι περιτεμνόμενοι αυτοί φυλάττουσι τον νόμον· αλλά θέλουσι να περιτέμνησθε σεις, διά να έχωσι καύχησιν εις την σάρκα σας. 14Εις εμέ δε μη γένοιτο να καυχώμαι ειμή εις τον σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου ο κόσμος εσταυρώθη ως προς εμέ και εγώ ως προς τον κόσμον. 15Διότι εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή ισχύει τι ούτε ακροβυστία, αλλά νέα κτίσις. 16Και όσοι περιπατήσωσι κατά τον κανόνα τούτον, ειρήνη επ' αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού. 17Εις το εξής μηδείς ας μη δίδη εις εμέ ενόχλησιν· διότι εγώ βαστάζω τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου. 18Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είη μετά του πνεύματος υμών, αδελφοί· αμήν.