1Και έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ, λέγων, 2Υιέ ανθρώπου, προφήτευσον επί τους ποιμένας του Ισραήλ· προφήτευσον και ειπέ προς αυτούς, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός προς τους ποιμένας· Ουαί εις τους ποιμένας του Ισραήλ, οίτινες βόσκουσιν εαυτούς· οι ποιμένες δεν βόσκουσι τα ποίμνια; 3Σεις τρώγετε το πάχος και ενδύεσθε το μαλλίον, σφάζετε τα παχέα· δεν βόσκετε τα ποίμνια. 4Δεν ενισχύσατε το ασθενές και δεν ιατρεύσατε το κακώς έχον και δεν εκάμετε επίδεσμα εις το συντετριμμένον και δεν επανεφέρατε το πεπλανημένον και δεν εζητήσατε το απολωλός· αλλά εν βία και εν σκληρότητι εδεσπόζετε επ' αυτά. 5Και διεσκορπίσθησαν, επειδή δεν υπήρχε ποιμήν, και έγειναν κατάβρωμα εις πάντα τα θηρία του αγρού και διεσκορπίσθησαν. 6Τα πρόβατά μου περιεπλανώντο επί παν όρος και επί πάντα λόφον υψηλόν, και επί παν το πρόσωπον της γης ήσαν διεσκορπισμένα τα πρόβατά μου, και δεν υπήρχεν ο ερευνών ουδέ ο ζητών. 7Διά τούτο, ακούσατε, ποιμένες, τον λόγον του Κυρίου· 8Ζω εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, εξάπαντος, επειδή τα πρόβατά μου έγειναν λάφυρον και τα πρόβατά μου έγειναν κατάβρωμα πάντων των θηρίων του αγρού δι' έλλειψιν ποιμένος, και δεν εζήτησαν οι ποιμένες μου τα πρόβατά μου αλλ' οι ποιμένες εβόσκησαν εαυτούς και δεν εβόσκησαν τα πρόβατά μου, 9διά τούτο, ακούσατε, ποιμένες, τον λόγον του Κυρίου· 10Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ιδού, εγώ είμαι εναντίον των ποιμένων, και θέλω εκζητήσει τα πρόβατά μου εκ της χειρός αυτών και θέλω παύσει αυτούς από του να ποιμαίνωσι τα πρόβατα· και δεν θέλουσι πλέον βόσκει εαυτούς οι ποιμένες, διότι θέλω ελευθερώσει εκ του στόματος αυτών τα πρόβατά μου και δεν θέλουσιν είσθαι κατάβρωμα εις αυτούς. 11Διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ιδού, εγώ, εγώ θέλω και αναζητήσει τα πρόβατά μου και επισκεφθή αυτά. 12Καθώς ο ποιμήν επισκέπτεται το ποίμνιον αυτού, καθ' ην ημέραν ευρίσκεται εν μέσω των προβάτων αυτού διεσκορπισμένων, ούτω θέλω επισκεφθή τα πρόβατά μου και θέλω ελευθερώσει αυτά εκ πάντων των τόπων, όπου ήσαν διεσκορπισμένα, εν ημέρα νεφώδει και ζοφερά. 13Και θέλω εξαγάγει αυτά εκ των λαών και συνάξει αυτά εκ των τόπων και φέρει αυτά εις την γην αυτών και βοσκήσει αυτά επί τα όρη του Ισραήλ, πλησίον των ποταμών και επί πάντα τα κατοικούμενα της γης. 14Θέλω βοσκήσει αυτά εν αγαθή νομή, και η μάνδρα αυτών θέλει είσθαι επί των υψηλών ορέων του Ισραήλ· εκεί θέλουσιν αναπαύεσθαι εν μάνδρα καλή, και θέλουσι βόσκεσθαι εν παχεία νομή επί των ορέων του Ισραήλ. 15Εγώ θέλω βοσκήσει τα πρόβατά μου και εγώ θέλω αναπαύσει αυτά, λέγει Κύριος ο Θεός. 16Θέλω εκζητήσει το απολωλός και επαναφέρει το πεπλανημένον και επιδέσει το συντετριμμένον και ενισχύσει το ασθενές· το παχύ όμως και το ισχυρόν θέλω καταστρέψει· εν δικαιοσύνη θέλω βοσκήσει αυτά. 17Και περί υμών, ποίμνιόν μου, ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ιδού, εγώ θέλω κρίνει αναμέσον προβάτου και προβάτου, αναμέσον κριών και τράγων. 18Μικρόν είναι εις εσάς, ότι εβοσκήσατε την καλήν βοσκήν, το δε επίλοιπον της βοσκής σας κατεπατείτε με τους πόδας σας; και ότι επίνετε καθαρόν ύδωρ, το δε επίλοιπον εταράττετε με τους πόδας σας; 19τα δε πρόβατά μου έβοσκον το καταπεπατημένον με τους πόδας σας και έπινον το τεταραγμένον με τους πόδας σας. 20Διά τούτο ούτω λέγει προς αυτά Κύριος ο Θεός· Ιδού, εγώ, εγώ θέλω η κρίνει αναμέσον προβάτου παχέος και αναμέσον προβάτου ισχνού. 21Επειδή απωθείτε με πλευρά και με ώμους και κερατίζετε διά των κεράτων σας πάντα τα ασθενή, εωσού διεσκορπίσατε αυτά εις τα έξω, 22διά τούτο θέλω σώσει τα πρόβατά μου και δεν θέλουσιν είσθαι πλέον λάφυρον· και θέλω κρίνει αναμέσον προβάτου και προβάτου. 23Και θέλω καταστήσει επ' αυτά ένα ποιμένα και θέλει ποιμαίνει αυτά, τον δούλον μου Δαβίδ· αυτός θέλει ποιμαίνει αυτά και αυτός θέλει είσθαι ποιμήν αυτών. 24Και εγώ ο Κύριος θέλω είσθαι Θεός αυτών και ο δούλός μου Δαβίδ άρχων εν μέσω αυτών· εγώ ο Κύριος ελάλησα. 25Και θέλω κάμει προς αυτά διαθήκην ειρήνης· και θέλω αφανίσει από της γης τα πονηρά θηρία· και θέλουσι κατοικήσει ασφαλώς εν τη ερήμω και κοιμάσθαι εν τοις δρυμοίς. 26Και θέλω καταστήσει ευλογίαν αυτά και τα πέριξ του όρους μου, και θέλω καταβιβάζει την βροχήν εν τω καιρώ αυτής· βροχή ευλογίας θέλει είσθαι. 27Και τα δένδρα του αγρού θέλουσιν αποδίδει τον καρπόν αυτών και η γη θέλει δίδει το προϊόν αυτής και θέλουσιν είσθαι ασφαλείς εν τη γη αυτών· και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν συντρίψω τα δεσμά του ζυγού αυτών και ελευθερώσω αυτούς εκ της χειρός των καταδουλωσάντων αυτούς. 28Και δεν θέλουσιν είσθαι πλέον λάφυρον εις τα έθνη, και τα θηρία της γης δεν θέλουσι κατατρώγει αυτούς· αλλά θέλουσι κατοικεί ασφαλώς και δεν θέλει υπάρχει ο εκφοβών. 29Και θέλω αναστήσει εις αυτούς φυτόν ονομαστόν, και δεν θέλουσι πλέον φθείρεσθαι υπό πείνης εν τη γη και δεν θέλουσι φέρει πλέον την ύβριν των εθνών. 30Και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ Κύριος ο Θεός αυτών είμαι μετ' αυτών και αυτοί, ο οίκος Ισραήλ, λαός μου, λέγει Κύριος ο Θεός. 31Και σεις, πρόβατά μου, τα πρόβατα της βοσκής μου, σεις είσθε άνθρωποι, και εγώ ο Θεός σας, λέγει Κύριος ο Θεός.