1Και έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ, λέγων, 2Υιέ ανθρώπου, προφήτευσον και ειπέ, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός. Ολολύζετε, Ουαί, διά την ημέραν. 3Διότι πλησίον είναι η ημέρα, ναι, η ημέρα του Κυρίου είναι πλησίον, ημέρα νεφώδης· ο καιρός των εθνών θέλει είσθαι. 4Και η μάχαιρα θέλει ελθεί, επί την Αίγυπτον και μέγας τρόμος θέλει είσθαι εν τη Αιθιοπία, όταν οι τετραυματισμένοι πέσωσιν εν Αιγύπτω, και θέλουσι λάβει το πλήθος αυτής και θέλουσι καταστρέψει τα θεμέλια αυτής. 5Αιθίοπες και Λίβυες και Λύδιοι και πάντες οι σύμμικτοι λαοί, και ο Χούβ και οι υιοί της συμμάχου γης, θέλουσι πέσει μετ' αυτών εν μαχαίρα. 6Ούτω λέγει Κύριος· Θέλουσι πέσει και οι υποστηρίζοντες την Αίγυπτον, και η υπερηφανία της δυνάμεως αυτής θέλει καταβληθή· από Μιγδώλ μέχρι Συήνης θέλουσι πέσει εν αυτή διά μαχαίρας, λέγει Κύριος ο Θεός. 7Και θέλουσιν αφανισθή εν μέσω των ηφανισμένων τόπων, και αι πόλεις αυτής θέλουσιν είσθαι εν μέσω των ηρημωμένων πόλεων. 8Και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν βάλω πυρ εις την Αίγυπτον και συντριφθώσι πάντες οι βοηθούντες αυτήν. 9Εν εκείνη τη ημέρα θέλουσιν εξέλθει απ' εμού μηνυταί εν πλοίοις, διά να εκπλήξωσι τους αμερίμνους Αιθίοπας· και τρόμος μέγας θέλει επέλθει επ' αυτούς, καθώς εν τη ημέρα της Αιγύπτου· διότι, ιδού, έρχεται. 10Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Και θέλω απολέσει το πλήθος της Αιγύπτου διά χειρός του Ναβουχοδονόσορ βασιλέως της Βαβυλώνος. 11Αυτός και ο λαός αυτού μετ' αυτού, οι τρομερώτεροι των εθνών, θέλουσι φερθή διά να αφανίσωσι την γήν· και θέλουσιν εκσπάσει τας ρομφαίας αυτών κατά της Αιγύπτου και γεμίσει την γην από τετραυματισμένων. 12Και θέλω ξηράνει τους ποταμούς και παραδώσει την γην εις χείρας κακών, και θέλω αφανίσει την γην και το πλήρωμα αυτής διά χειρός των ξένων· εγώ ο Κύριος ελάλησα. 13Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Και θέλω καταστρέψει τα ξόανα και εξαλείψει τα είδωλα από Νωφ, και δεν θέλει υπάρχει πλέον άρχων εκ της γης της Αιγύπτου, και θέλω εμβάλει φόβον εις την γην της Αιγύπτου. 14Και θέλω αφανίσει την Παθρώς και βάλει πυρ εις την Τάνιν και εκτελέσει κρίσεις εν Νω. 15Και θέλω εκχέει τον θυμόν μου επί Σιν την ισχύν της Αιγύπτου, και θέλω εκκόψει το πλήθος της Νω. 16Και θέλω βάλει πυρ εις την Αίγυπτον· η Σιν θέλει λάβει μέγαν τρόμον και η Νω θέλει διασπαραχθή και η Νωφ θέλει είσθαι καθ' ημέραν εν αγωνία. 17Οι νεανίσκοι της Αβήν και της Πι-βεσέθ θέλουσι πέσει εν μαχαίρα, και αύται θέλουσιν υπάγει εις αιχμαλωσίαν. 18Και εν Τάφνης η ημέρα θέλει συσκοτάσει, όταν συντρίψω εκεί τα σκήπτρα της Αιγύπτου· και η έπαρσις της δυνάμεως αυτής θέλει παύσει εν αυτή· ταύτην δε, νέφος θέλει σκεπάσει αυτήν, και αι θυγατέρες αυτής θέλουσιν υπάγει εις αιχμαλωσίαν. 19Και θέλω εκτελέσει κρίσεις επί την Αίγυπτον· και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Κύριος. 20Και εν τω ενδεκάτω έτει, τω πρώτω μηνί, τη εβδόμη του μηνός, έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ λέγων, 21Υιέ ανθρώπου, συνέθλασα τον βραχίονα του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου· και ιδού, δεν θέλει επιδεθή προς θεραπείαν, ώστε να περιτυλίξωσιν αυτόν με επιδέσματα διά να δοθή εις αυτόν δύναμις να κρατή μάχαιραν. 22Διά τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Ιδού, εγώ είμαι εναντίον του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου και θέλω συνθλάσει τους βραχίονας αυτού, τον δυνατόν και τον συντεθλασμένον· και θέλω κάμει την μάχαιραν να εκπέση από της χειρός αυτού. 23Και θέλω διασπείρει τους Αιγυπτίους μεταξύ των εθνών και διασκορπίσει αυτούς εις τους τόπους. 24Και θέλω ενισχύσει τους βραχίονας του βασιλέως της Βαβυλώνος και θέλω δώσει την ρομφαίαν μου εις την χείρα αυτού, τους δε βραχίονας του Φαραώ θέλω συνθλάσει και θέλει στενάξει έμπροσθεν αυτού με στεναγμούς τετραυματισμένου. 25Τους βραχίονας όμως του βασιλέως της Βαβυλώνος θέλω ενισχύσει, οι δε βραχίονες του Φαραώ θέλουσι πέσει· και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν δώσω την ρομφαίαν μου εις την χείρα του βασιλέως της Βαβυλώνος· και θέλει εκτείνει αυτήν επί την γην της Αιγύπτου. 26Και θέλω διασπείρει τους Αιγυπτίους μεταξύ των εθνών και διασκορπίσει αυτούς εις τους τόπους· και θέλουσι γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Κύριος.